- χιονιάς
- οχιονώδης καιρός, χιονιά: Έξω είναι χιονιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονιάς — Επώνυμο αγωνιστών από τα Σφακιά, που συμμετείχαν σε πολλές επαναστάσεις. Αναφέρονται και με τα επώνυμα Χιονάκης και Χιονουδάκης. * * * ο, Ν χιονώδης καιρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι κατά το βορ ιάς] … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… … Dictionary of Greek
χιονιστής — ο, Ν 1. χιονιάς 2. ψυχρός άνεμος που πνέει από ψηλά μέρη, όπου έχει χιονίσει («κραταιός και βαρύπνοος βορράς, χιονιστής, εφύσα κατά τας παραμονάς τής αγίας ημέρας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ι. Ρίζο… … Dictionary of Greek
χιονιά — η 1. χιονώδης καιρός, χιονιάς: Θα χουμε χιονιά. 2. ο πληθ., χιονιές χιονοπόλεμος: Παίξαμε χιονιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)